- τοκογλύφο
- tefeci
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αιματοβυζαίνω — 1. βυζαίνω, ρουφώ, πίνω αίμα 2. απομυζώ, εκμεταλλεύομαι κάποιον (λέγεται και για τοκογλύφο) … Dictionary of Greek
γλύφω — (AM γλύφω) 1. λαξεύω με γλύφανο σκληρή ύλη, σκαλίζω 2. χαράσσω διακοσμητικές παραστάσεις σε σκληρή ύλη αρχ. Ι. καταγράφω («γλύφων τόκους» για τον τοκογλύφο που καταγράφει λεπτομερώς τί τού χρωστάνε) II. γλύφομαι 1. βάζω κάποιον άλλο να κάνει… … Dictionary of Greek
τοκογλυφικός — ή, ό, Ν (οικον.) 1. αυτός που ανήκει στην τοκοφλυφία και στον τοκογλύφο 2. φρ. «τοκογλυφικό κεφάλαιο» α) το κεφάλαιο το οποίο δανείζει ο τοκογλύφος με τοκογλυφικό επιτόκιο β) το σύνολο τών κεφαλαίων τα οποία διακινούν οι τοκογλύφοι μιας… … Dictionary of Greek
Μένιππος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κυνικός φιλόσοφος (3ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τα Γάδαρα της Παλαιστίνης (το σημερινό Ουμ Κάις της Ιορδανίας) και ήταν γνωστός ως ο ιδρυτής ενός νέου φιλολογικού είδους, της μενίππειας σάτιρας. Το έργο του βρήκε… … Dictionary of Greek
τοκογλυφικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που σχετίζεται με την τοκογλυφία ή τον τοκογλύφο: Τοκογλυφικό δάνειο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)